- κυκώμενοι
- κυκάωstirpres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυρίσσω — κυρίσσω, αττ. τ. κυρίττω (Α) 1. χτυπώ με τα κέρατα, κερατίζω («βοὸς μόσχον... εἶδον κυρίττοντα πρὶν φῡσαι τὰ κέρατα», Γαλ.) 2. (γενικά) χτυπώ, πλήττω (α. «ἕνεκα τῆς τούτων πλεονεξίας κυρίττοντες ἀλλήλους σιδηροῑς κέρασι», Πλάτ. β. «οἵδ ἀμφὶ νῆσον … Dictionary of Greek